- περιελκυσμός
- περιελκ-υσμός, ὁ,A distraction,
τῆς ψυχῆς Plot.4.4.25
(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς ψυχῆς Plot.4.4.25
(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιελκυσμός — distraction masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιελκυσμός — ὁ, Α [περιέλκω] ενδοιασμός, αναβλητικότητα, διστακτικότητα … Dictionary of Greek
περιελκυσμοῦ — περιελκυσμός distraction masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιελκυσμούς — περιελκυσμός distraction masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)